- ἀντιβουλεύομαι
- ἀντιβουλεύομαι, [voice] Med.,A give contrary advice, Polyaen.1.30.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αντιβουλεύομαι — ἀντιβουλεύομαι (Α) δίνω σε κάποιον συμβουλή αντίθετη απ αυτή που του έχει ήδη δοθεί … Dictionary of Greek
ἀντιβουλεύεται — ἀντιβουλεύομαι give contrary advice pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)